- περιπείρω
- ΜΑδιατρυπώ και περνώ κάτι γύρω από κάτι, σουβλίζω («περιπείραντα περὶ λόγχην [ενν. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα]», Πλούτ.)αρχ.1. μπήγω, καρφώνω («ἑαυτῷ τὸ ξίφος περιέπειρε», Ιωάνν. Χρυσ.)2. μτφ. διαπερνώ («ἑαυτοὺς περιέπειρον ὀδύναις πολλαῑς», ΚΔ)3. (μέσ. και παθ.) περιπείρομαια) εμβάλλομαι, χώνομαι («ἄγκιστρα περιπαρέντα τοῑς ἰχθύσι», Αιλ.)β) μτφ. εμπλέκομαι, μπερδεύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + πείρω «διατρυπώ, διαπερνώ»].
Dictionary of Greek. 2013.